- λουθουνάρι
- το-ιού, σπυρί, καλόγερος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λουθουνάρι — το φλεγμονώδες εξάνθημα τού δέρματος, καλόγηρος, δοθιήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δοθηνάριον, υποκορ. τού δοθιήν, με τροπή τού δ σε λ ] … Dictionary of Greek